ζουρλομαντύα

ζουρλομαντύα
η
ζουρλομανδύας*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζουρλομανδύας — και ζουρλομαντύας, ο και ζουρλομαντύα, η 1. προφυλακτικός μανδύας που εμποδίζει την κίνηση τών χεριών και τον οποίο φορούν στους παράφρονες 2. μτφ. φρ. «σού χρειάζεται ζουρλομανδύας» είσαι τρελός για δέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουρλός + μανδύας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”